- ὑπέστημεν
- ὑφίστημιplaceaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρουχία — η (AM κληρουχία) [κληρούχος] 1. η διανομή γης με κλήρωση («περί τής Σάμου κληρουχίας ἐδημηγόρησεν», Αριστοτ.) 2. συνεκδ. το σύνολο τών κληρούχων μσν. φρ. «θεία κληρουχία» ή άνω κληρουχία» επουράνια κληρονομιά, παράδεισος αρχ. 1. αριθμημένος… … Dictionary of Greek